- εργατικός
- assidu
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἐργατικός — like a workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργατικός — ή, ό (AM ἐργατικός, ή, όν) [εργάτης] αυτός που εργάζεται φιλότιμα και αποδοτικά, φιλόπονος νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εργάτες ή στην εργασία (α. «εργατικά σωματεία» β. «εργατική νομοθεσία») 2. το αρσ. ως ουσ. ο εργατικός… … Dictionary of Greek
εργατικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον εργάτη ή τους εργάτες: Εργατικό ημερομίσθιο, εργατικές κατοικίες. 2. αυτός που αποτελείται ή γίνεται από εργάτες: Εργατική τάξη. 3. αυτός που αγαπά τη δουλειά του, ο άξιος, ο φιλόπονος, ο δουλευτής: Όλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐργατικά — ἐργατικός like a workman neut nom/voc/acc pl ἐργατικά̱ , ἐργατικός like a workman fem nom/voc/acc dual ἐργατικά̱ , ἐργατικός like a workman fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατικῶν — ἐργατικός like a workman fem gen pl ἐργατικός like a workman masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατικόν — ἐργατικός like a workman masc acc sg ἐργατικός like a workman neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατικώτατον — ἐργατικός like a workman masc acc superl sg ἐργατικός like a workman neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλευτάρης, -α, -ικο — εργατικός, φιλόπονος: Πήρε άντρα δουλευτάρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐργατικαί — ἐργατικός like a workman fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατικοῖς — ἐργατικός like a workman masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατικοί — ἐργατικός like a workman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)